ξαγόρεμα

ξαγόρεμα
το, -ατος
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαγορεύω, η εξομολόγηση.
2. βολιδοσκόπηση.
3. συμβουλή, νουθεσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαγόρεμα — το [ξαγορεύω] η εξομολόγηση …   Dictionary of Greek

  • εξαγόρευση — εξαγόρευση, η και ξαγόρεμα, το, ατος η εξομολόγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξομολόγηση — η 1. η πλήρης ομολογία, η εξαγόρευση, το ξαγόρεμα. 2. (εκκλησ.), ένα από τα εφτά μυστήρια της ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο χριστιανός εξομολογείται τα αμαρτήματά του στον πνευματικό (τον εξομολόγο), με τη μεσολάβηση του οποίου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”